αναστάσιμος

αναστάσιμος
-η, -ο (Μ ἀναστάσιμος, -ον)
ο σχετικός με την Ανάσταση του Σωτήρος
νεοελλ.
αυτός που καλλωπίστηκε και φόρεσε την πιο επίσημη περιβολή ή ενδυμασία του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναστάσιμος — η, ο αυτός που αναφέρεται στην ανάσταση του Χριστού: Τα τροπάρια των ακολουθιών που αναφέρονται στην ανάσταση του Χριστού λέγονται αναστάσιμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Анастасия святая — в народных преданиях смешивается со св. Анастасией, действительно жившей и пострадавшей за веру во времена Диоклетиана. Анастасия же из народных легенд и апокрифов является только олицетворением воскресного дня, к чему повод подало греческое… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… …   Dictionary of Greek

  • μεταστάσιμον — μεταστάσιμον, τὸ (Μ) σταθμός ή στάση κατά τη διάρκεια πορείας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μεταστάσιμος (< μετάστασις), πρβλ. αναστάσιμος: ανάστασις] …   Dictionary of Greek

  • anastasimatar — ANASTASIMATÁR, anastasimatare, s.n. Carte care cuprinde cântări bisericeşti duminicale despre învierea lui Hristos. Noul anastasimatar de Anton Pann. – ngr. anastasimon + suf. at ar. Trimis de cornel, 05.05.2004. Sursa: DLRM  anastasimatár… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”